- κεραμοπωλεῖον
- κερᾰμοπωλ-εῖον, τό,A pottery-market, Din.Fr.89.18.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραμοπωλεῖον — pottery market neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμοπωλείο — το (ΑΜ κεραμοπωλεῑον) [κεραμοπώλης] κατάστημα πώλησης κεραμιδιών ή, γενικά, ειδών κεραμικής … Dictionary of Greek